- εγκωμιάζομαι
- εγκωμιάζομαι, εγκωμιάστηκα, εγκωμιασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαλέγομαι — (AM διαλέγομαι) συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, συζητώ αρχ. 1. συσκέπτομαι 2. διαπραγματεύομαι 3. μιλώ δημόσια 4. συναστρέφομαι 5. σκέπτομαι, διαλογίζομαι 6. (για γλώσσα ή διάλεκτο) μιλώ, μεταχειρίζομαι 7. γράφω σε πεζό λόγο 8. (στους Σωκρατικούς)… … Dictionary of Greek
υπερμεγαλύνω — Μ [μεγαλύνω] παθ. ὑπερμεγαλύνομαι αποκτώ μεγαλείο, δοξολογούμαι, εγκωμιάζομαι … Dictionary of Greek